ἐπιζήσαντα

ἐπιζήσαντα
ἐπιζάω
survive
aor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic)
ἐπιζάω
survive
aor part act masc acc sg (attic ionic)
ἐπιζάω
survive
aor part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιζάω
survive
aor part act masc acc sg
ἐπιζέω
boil over
aor part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιζέω
boil over
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαίρετο — Ειδική περίπτωση κληροδοτήματος, που αναφέρεται σε πρόσωπο το οποίο είναι παράλληλα και κληρονόμος. Υπάρχει το ε. που προβλέπει ο νόμος για τον επιζώντα σύζυγο, όταν συντρέχει με κληρονόμους της β’, γ’ και δ’ τάξης, δηλαδή όταν δεν υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • Καμίλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηρωίδα και βασίλισσα των Ουόλσκων. Βοήθησε τον Τύρνο ως επικεφαλής του ιππικού του στον αγώνα εναντίον του Αινεία. Τραυματίστηκε θανάσιμα όταν όρμησε να σκοτώσει τον ιερέα της Κυβέλης, αλλά τον θάνατό της εκδικήθηκε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”